Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψαιδρά ἁραιότριχα

См. также в других словарях:

  • ψαιδρά — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιότριχα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, κατά τα φαι δ ρός, ψυδ ρός, αδ ρός] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»